- μηροῖς
- μηρόςthighmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήροις — μῆρα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… … Dictionary of Greek
MEROS — mons Indiae, inter Indum et Cophem fluv. Nysa Plin. l. 6. c. 21. Sacer Troge, Tricoryphus Polyaeno, l. 1. c. 1. in cius radice Dionysius, in Indiam proficiscens, Nysam urbem condidit: Q. Curtius l. 8. c. 10. ubi de Nysa, et incolis eius: A.… … Hofmann J. Lexicon universale
PHAENOMERIDES — mulierum Laconicarum epitheton ab Ibyco primitus excogitatum. Plut. Η῾ Λάκαινα Φαινομηρίς. Etiam Peleus ad Euripidem, in Andromache, de Spartanis mulieribus verba faciens: Οὐδ᾿ ἂν ἐι βούλοιτό τις Σώφρων γένοιτο Σπαρτιατίδων κόρη. Αἱ ξὺν νέοισιν… … Hofmann J. Lexicon universale
προσυποκλίνω — Α [ὑποκλίνω] τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῑς μηροῑς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek